Προκόπι-Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος
Το Προκόπι βρίσκεται 50 χιλιόμετρα δυτικά της Καισαρείας και 20 χιλιόμετρα ανατολικά της Νεάπολης, μέσα σε μια παράξενη και πανέμορφη κοιλάδα, γεμάτη με φυσικές πυραμίδες. Η αρχαία ονομασία του ήταν Οσίανα ή Ασσιάνα, αλλά μετονομάστηκε σε Προκόπι από μία πολύ παλιά εκκλησία του Αγίου Προκοπίου, που λένε πως υπήρχε εκεί.
Οι Ρωμιοί του Προκοπίου είχαν τρεις εκκλησίες. Αρχαιότερη όλων ήταν η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, που ήταν δίπλα στο σπίτι όπου έζησε αιχμάλωτος ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος και χρονολογείται από το 1729. Μετά από χρόνια χτίστηκε, πάνω από την υπάρχουσα υπόγεια εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, η εκκλησία του Αγίου Βασιλείου, η οποία εγκαινιάστηκε το 1834. Το 1892 εγκαινιάστηκε η πανέμορφη εκκλησία του Οσίου Ιωάννη του Ρώσου. Εκεί φυλάσσονταν το σκήνωμα του Οσίου, ο οποίος έζησε και «κοιμήθηκε» στο Προκόπι. Οι Προκοπιείς τιμούσαν τη μνήμη του στις 27 Μαΐου με λαμπρές εκδηλώσεις, μαζί με Χριστιανούς από τα γύρω χωριά. Σύμφωνα με την παράδοση, στην κορυφή ενός μεγάλου βράχου υπήρχε η εκκλησία του Αγίου Προκοπίου, από την οποία πήρε το όνομά του το χωριό. Εκκλησιαστικά, οι Ρωμιοί του Προκοπίου υπάγονταν στη Μητρόπολη Καισαρείας και ήταν φιλοπρόοδοι.
Στο Προκόπι υπήρχε Δημαρχείο, δικαστήριο, συμβολαιογραφείο, ταχυδρομείο, τηλεγραφείο και πολλά καταστήματα πωλήσεων. Η αγορά του ήταν μια από τις σπουδαιότερες της Καππαδοκίας. Ο τόπος ήταν πλούσιος και τα κτήματα, ιδιαίτερα οι αμπελώνες, έδιναν πολύ καλή παραγωγή. Οι Προκοπιείς ασχολούνταν με όλα σχεδόν τα επαγγέλματα και είχαν οργανωθεί σε συντεχνίες, οι οποίες ήταν κλειστές και δεν επιτρέπονταν η διάδοση των επαγγελμάτων αυτών σε άλλους εκτός της κοινότητάς τους. Ιδιαίτερα ξεχώριζαν οι χτίστες τους, που ονομάζονταν «ταστσί», δηλαδή πετράδες, γιατί ήταν άριστοι τεχνίτες της πέτρας.
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι περισσότεροι Έλληνες του Προκοπίου εγκαταστάθηκαν στο Νέο Προκόπι Ευβοίας, οι δε υπόλοιποι διασκορπίστηκαν στη Χαλκίδα, στη Θεσσαλονίκη, στη Λάρισα και σε άλλα μέρη της μητροπολιτικής Ελλάδας.
Οι Ρωμιοί του Προκοπίου είχαν τρεις εκκλησίες. Αρχαιότερη όλων ήταν η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, που ήταν δίπλα στο σπίτι όπου έζησε αιχμάλωτος ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος και χρονολογείται από το 1729. Μετά από χρόνια χτίστηκε, πάνω από την υπάρχουσα υπόγεια εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, η εκκλησία του Αγίου Βασιλείου, η οποία εγκαινιάστηκε το 1834. Το 1892 εγκαινιάστηκε η πανέμορφη εκκλησία του Οσίου Ιωάννη του Ρώσου. Εκεί φυλάσσονταν το σκήνωμα του Οσίου, ο οποίος έζησε και «κοιμήθηκε» στο Προκόπι. Οι Προκοπιείς τιμούσαν τη μνήμη του στις 27 Μαΐου με λαμπρές εκδηλώσεις, μαζί με Χριστιανούς από τα γύρω χωριά. Σύμφωνα με την παράδοση, στην κορυφή ενός μεγάλου βράχου υπήρχε η εκκλησία του Αγίου Προκοπίου, από την οποία πήρε το όνομά του το χωριό. Εκκλησιαστικά, οι Ρωμιοί του Προκοπίου υπάγονταν στη Μητρόπολη Καισαρείας και ήταν φιλοπρόοδοι.
Στο Προκόπι υπήρχε Δημαρχείο, δικαστήριο, συμβολαιογραφείο, ταχυδρομείο, τηλεγραφείο και πολλά καταστήματα πωλήσεων. Η αγορά του ήταν μια από τις σπουδαιότερες της Καππαδοκίας. Ο τόπος ήταν πλούσιος και τα κτήματα, ιδιαίτερα οι αμπελώνες, έδιναν πολύ καλή παραγωγή. Οι Προκοπιείς ασχολούνταν με όλα σχεδόν τα επαγγέλματα και είχαν οργανωθεί σε συντεχνίες, οι οποίες ήταν κλειστές και δεν επιτρέπονταν η διάδοση των επαγγελμάτων αυτών σε άλλους εκτός της κοινότητάς τους. Ιδιαίτερα ξεχώριζαν οι χτίστες τους, που ονομάζονταν «ταστσί», δηλαδή πετράδες, γιατί ήταν άριστοι τεχνίτες της πέτρας.
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι περισσότεροι Έλληνες του Προκοπίου εγκαταστάθηκαν στο Νέο Προκόπι Ευβοίας, οι δε υπόλοιποι διασκορπίστηκαν στη Χαλκίδα, στη Θεσσαλονίκη, στη Λάρισα και σε άλλα μέρη της μητροπολιτικής Ελλάδας.